- ἀεθλίου
- ἄθλιοςwinning the prizemasc/neut gen sg (epic ionic)ἄθλιοςwinning the prizemasc/fem/neut gen sg (epic ionic)ἀέθλιοςgaining the prizemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀεθλίου — Ἀέθλιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογένεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, η πρώτη γυναίκα στον κόσμο ύστερα από την εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους από τον κατακλυσμό. Κατά την παράδοση, την απήγαγε ο Ζευς στο Μαίναλο της Αρκαδίας, και από την ένωσή της … Dictionary of Greek